Εκδηλώνεται με δύο κύρια σύνδρομα την πνευμονική παστεριδίαση (ενζωοτική πνευμονία του προβάτου) και τη σηψαιμική μορφή της παστεριδίασης (παστεριδίαση των συστημάτων) και έχει αναφερθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες, που εκτρέφουν πρόβατα.
Τα στελέχη του βιότυπου Α (12 ορότυποι) της Pasteurella haemolytica προκαλούν πνευμονία, η οποία εμφανίζεται σποραδικά και σε μεμονωμένα άτομα στο κοπάδι (συνήθως σε παχυνόμενα ζώα 4-6 μηνών και σε λίγα ενηλίκα), καθώς και σηψαιμικής μορφής λοίμωξη στους νεαρούς αμνούς (συνήθως σε αμνούς ηλικίας μικρότερης των 2 μηνών). Τα ίδια συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν και εξαιτίας της Pasteurella multocida σε ζώα της εύκρατης ζώνης, ωστόσο σπάνια προκαλείται ενδημική νόσος. Τα στελέχη του βιότυπου Τ (4 ορότυποι) της Pasteurella haemolytica προκαλούν υπεροξεία λοίμωξη (συνήθως σε ζώα έως 6 μηνών περίπου). Η Pasteurella trechalosi ευθύνεται για το γρήγορο σηψαιμικό θάνατο ζώων ηλικίας 6-9 μηνών.
Παράγοντες προδιάθεσης για την εμφάνιση της νόσου στη χώρα μας θεωρούνται η πιθανή πρόσφατη μετακίνηση του κοπαδιού, η απότομη αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών, η εφαρμογή κάποιας αγωγής, οι κακές συνθήκες σταβλισμού, όπως ο υπερπληθυσμός, οι κλειστοί θάλαμοι με αυξημένη υγρασία στρωμνής και υψηλές συγκεντρώσεις αμμωνίας, καθώς και η ταυτόχρονη ύπαρξη προϊούσας πνευμονίας ή μυικής δυστροφίας στο κοπάδι. Η φυλή Φρισλανδίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην παστεριδιαση.
Η πνευμονική παστεριδίαση προκαλείται κυρίως από στελέχη του βιότυπου Α της Pasteurella haemolytica, που αποικούν την ανώτερη αναπνευστική οδό ενός μεγάλου αριθμού υγιών προβάτων. Ωστόσο η καταπόνηση των ζώων από απότομες κλιματολογικές αλλαγές, αλλά και η πιθανή ταυτόχρονη λοίμωξη τους από διάφορους λοιμογόνους παράγοντες, όπως οι Parainfluenza virus-3 και adenovirus, προδιαθέτουν την εγκατάσταση της Pasteurella στους πνεύμονες και την ανάπτυξη πνευμονίας. Η διάρκεια της νόσου είναι βραχεία. Μερικά ζώα εμφανίζουν κατάπτωση, πυρετό και κοπιώδη αναπνοή, ενώ μένουν ξεχωριστά από το υπόλοιπο κοπάδι και είναι απρόθυμα να το ακολουθήσουν. Η νόσος, ακόμα, μπορεί να συνοδεύεται από βήχα και κρούστες ρινικού και οφθαλμικού εκκρίματος. Η θνησιμότητα σπάνια υπερβαίνει το 10%.
Κυρίως τα στελέχη του βιότυπου Τ της Pasteurella haemolytica είναι αυτά, τα οποία ευθύνονται για την πρόκληση της σηψαιμικής μορφής της παστεριδίασης, καθώς μεταφέρονται αρχικά στις αμυγδαλές, από εκεί διασπείρονται και πολλαπλασιάζονται στους πνεύμονες, ενώ στη συνέχεια μεταφέρονται στα υπόλοιπα όργανα. Προσβάλλονται κυρίως ζώα ηλικίας έως 6 μηνών περίπου. Εκδηλώνεται συνήθως λίγες ημέρες μετά από αυξημένη χορήγηση τροφής ή μετά από ταλαιπωρία των ζώων κατά τη μεταφορά τους. Οι θάνατοι παρατηρούνται συχνά σε ζώα καλής θρεπτικής κατάστασης, είναι ξαφνικοί, συνεχίζουν για λίγες ημέρες και θυμίζουν την εντεροτοξιναιμία. Η θνησιμότητα είναι περίπου 5%.
Συστήνεται η απομόνωση και η θεραπεία των προσβεβλημένων ζώων. Η κλασσική σύσταση είναι η χορήγηση οξυτετρακυκλίνης μακράς δράσης στη δόση των 20mg/kg σωματικού βάρους ενδομυικά 2 φορές ανά 4 ημέρες. Ωστόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν η τιλμικοσύνη στη δόση των 10-15mg/kg σωματικού βάρους υποδόρια 2 φορές ανά 4 ημέρες ή φλορφενικόλη στη δόση των 20mg/kg σωματικού βάρους ενδομυικά 2 φορές ανά 2 ημέρες. Τέλος, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά έχει χρησιμοποιηθεί η σουλφαδιμιδίνη στη δόση 1000mg/lt νερού επί 5 ημέρες χωρίς όμως να μπορεί να εφαρμοστεί σε φυσικώς θηλάζοντα ζώα.
Για την πρόληψη της νόσου συστήνονται:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
Αλεξάκη Καλομοίρα
Κτηνίατρος ( απόφοιτος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας)