Στις 16 Απριλίου 2014, πριν από δέκα χρόνια, εγκαινιάστηκε το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο της αγοράς γάλακτος. Ήταν το πρώτο παρατηρητήριο για τις γεωργικές αγορές που δημιουργήθηκε ποτέ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

Από τότε, αυτή η επιτυχημένη μορφή έχει αναπαραχθεί για τους τομείς του κρέατος, της ζάχαρης, των καλλιεργειών, των οπωροκηπευτικών και του κρασιούΧρησίμευσε επίσης ως σχέδιο στρατηγικής για το παρατηρητήριο για τα λιπάσματα που ξεκίνησε το 2023 και για το τελευταίο παρατηρητήριο για την τροφική αλυσίδα, η πρώτη συνεδρίαση του οποίου αναμένεται τον Ιούλιο.

Το παρατηρητήριο της αγοράς γάλακτος, το οποίο θεσπίστηκε ένα έτος πριν από τη λήξη του καθεστώτος ποσοστώσεων γάλακτος, αποσκοπούσε στην αύξηση της διαφάνειας για τον γαλακτοκομικό τομέα, παρέχοντας εγκαίρως τα πλέον ακριβή δεδομένα της αγοράς και βραχυπρόθεσμες αναλύσεις. Έχει αποδειχθεί χρήσιμο να δοθεί η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού γάλακτος και στην Επιτροπή να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις.

Το παρατηρητήριο ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο κατά τη διάρκεια των χαμηλών τιμών στον τομέα του γάλακτος την περίοδο 2016-2017, γεγονός που οδήγησε στην επιτυχή χρήση του εργαλείου δημόσιας παρέμβασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη διατήρηση της ισορροπίας της αγοράς και τη στήριξη της ανάκαμψης του γαλακτοκομικού τομέα.

Στην πραγματικότητα, το παρατηρητήριο της αγοράς γάλακτος (MMO) παρέχει τακτικά μια ηλεκτρονική επισκόπηση πληροφοριών σχετικά με την παραγωγή, τις τιμές και το εμπόριο των κύριων γαλακτοκομικών προϊόντων - νωπό γάλα, βούτυρο, γάλα σε σκόνη και διάφορα βασικά τυριά. Τα συνοδευτικά μηνιαία αναλυτικά ενημερωτικά δελτία καταρτίζονται και δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εκτενή δεδομένα της αγοράς για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι επίσης διαθέσιμα στην πύλη δεδομένων για τα γεωργικά προϊόντα διατροφής.

Εκτός από τον πλούτο των διαθέσιμων δεδομένων της αγοράς, το παρατηρητήριο περιλαμβάνει ένα οικονομικό συμβούλιο υπό την προεδρία της Επιτροπής και αποτελούμενο από εκπροσώπους των οργανώσεων που εκπροσωπούν όλα τα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού γάλακτος: CEJA (νέοι γεωργοί), COPA-COGECA (παραγωγοί και συνεταιρισμοί), ECVC (Via Campesina), EMB (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Γάλακτος), EDA (γαλακτοκομική βιομηχανία), Eucolait (εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων) και Eurocommerce (λιανικό εμπόριο).

Το Οικονομικό Συμβούλιο του παρατηρητηρίου της αγοράς γάλακτος (MMO) συνεδριάζει τέσσερις φορές το χρόνο. Θα πραγματοποιήσει την 50ή σύνοδό της τον Ιούλιο. Οι ημερήσιες διατάξεις και τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων είναι διαθέσιμα ΕΔΩ.

 

Ο γαλακτοκομικός τομέας

Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν έναν από τους εμβληματικούς γεωργικούς τομείς της ΕΕ.

Με 280 καταχωρημένες γεωγραφικές ενδείξεις γαλακτοκομικών προϊόντων (ΓΕ), είναι ο δεύτερος τομέας που παράγει τον μεγαλύτερο αριθμό προϊόντων ΓΕ, μετά το κρασί. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν επίσης βασική κινητήρια δύναμη των εξαγωγών της ΕΕ. Αντιπροσωπεύοντας το 9% όλων των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ για αξία σχεδόν 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι η δεύτερη πιο εξαγόμενη κατηγορία προϊόντων μετά τα παρασκευάσματα δημητριακών και τα προϊόντα άλεσης και πριν από τον οίνο. Η ΕΕ είναι γνωστή για τα υψηλής ποιότητας προϊόντα της και για τα αυστηρότερα πρότυπα παραγωγής και βιωσιμότητας στον κόσμο.

Η γαλακτοκομία αποτελεί σημαντική δραστηριότητα για τις αγροτικές περιοχές. Υπάρχουν περίπου 530.000 γαλακτοκομικές εκμεταλλεύσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, οι περισσότερες από τις οποίες είναι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις.

Οι αγελάδες βόσκησης αποτελούν γνωστό χαρακτηριστικό των αγροτικών τοπίων της ΕΕ. Είναι γεγονός ότι το 86% του γρασιδιού και των υπολειμμάτων καλλιεργειών που καταναλώνονται από τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες και πρόβατα) δεν είναι κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, ενώ τα προϊόντα που παράγονται από το γάλα αυτών των ζώων πληρούν ένα μεγάλο μέρος της απαιτούμενης πρόσληψης πρωτεΐνης.

Η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) στηρίζει τον τομέα στη στροφή του προς πιο βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, παράλληλα με όλους τους άλλους γεωργικούς τομείς, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις της ΚΓΠ έχουν αποσυνδεθεί σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή από το 2003.

Τα οικολογικά προγράμματα στην τρέχουσα ΚΓΠ παρέχουν στήριξη για στοχευμένες και προσαρμοσμένες παρεμβάσεις για την ελαχιστοποίηση του αποτυπώματος του ζωικού κεφαλαίου και τη μεγιστοποίηση των θετικών επιπτώσεών του.

Για παράδειγμα, τα εκτατικά κτηνοτροφικά συστήματα χορτολιβαδικών εκτάσεων έχουν αποδείξει τη θετική συμβολή τους με τη μετατροπή του χόρτου σε τροφή, την παραγωγή μαλλιού και βιομάζας, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την αποθήκευση άνθρακα, τον έλεγχο της διάβρωσης του εδάφους και τη διατήρηση των τοπίων.

Συνολικά, τα οικολογικά προγράμματα θα καλύπτουν το 68% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης, αντιπροσωπεύοντας έτσι ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο για την αύξηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας του τομέα.

Υπενθυμίζεται ότι σχεδόν 98 δισεκατομμύρια ευρώ από την ΚΓΠ (που αντιπροσωπεύουν το 32% των συνολικών δαπανών) διατίθενται για την επίτευξη οφελών για το κλίμα, το νερό, το έδαφος, τον αέρα, τη βιοποικιλότητα και την καλή διαβίωση των ζώων.