Η αυγοπαραγωγός πτηνοτροφία αποτελεί σήμερα έναν από τους πλέον αναπτυγμένους και καλά οργανωμένους κλάδους της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Δ/νσης Αγροτικής Στατιστικής & Τεκμηρίωσης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων η ετήσια παραγωγή αυγών για κατανάλωση το 2024 εκτιμάται ότι ανήλθε περίπου στα 1.681 εκ. αυγά, εκ των οποίων το 78,9% δηλαδή περίπου 1.326 εκ. αυγά υπολογίζεται ότι προέρχεται από συστηματικές μονάδες εκτροφής και το υπόλοιπο από τη χωρική πτηνοτροφία.
Η παραγωγή αυγών συστηματικής εκτροφής πραγματοποιείται από περίπου 733 επιχειρήσεις κατανεμημένες σχεδόν σε όλη τη χώρα (στοιχεία 4/2025). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 16 μόλις από αυτές παράγουν περίπου το 40% των συνολικά παραγομένων αυγών στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τους τρόπους εκτροφής των ορνίθων βάση στοιχείων του 2025 το 31,7% περίπου των επιχειρήσεων ακολουθούν το συμβατικό σύστημα εκτροφής (σε κλωβοστοιχίες) ενώ το υπόλοιπο 68,3% τα εναλλακτικά συστήματα (24,9% ως αχυρώνες, 37,6% ως ελευθέρας βοσκής και 5,8% ως βιολογικά).
Σε ό,τι αφορά στους εκτρεφόμενους πληθυσμούς, από το σύνολο των περίπου 5,5 εκ. ορνίθων αυγοπαραγωγής που διατηρούνται, το 74,3% εκτρέφονται σε κλωβοστοιχίες και μόλις το 25,7% περίπου στα υπόλοιπα συστήματα εκτροφής (15,3 % ως αχυρώνες, 6,9 % ως ελευθέρας βοσκής και 3,5 % ως βιολογικά).
Η χωροταξική κατανομή της παραγωγής αυγών καθώς και αυτή των μονάδων εκτροφής ορνίθων αυγοπαραγωγής παρουσιάζεται στους πίνακες που ακολουθεί.
Η βιωσιμότητα μιας πτηνοτροφικής εκμετάλλευση παραγωγής αυγών κατανάλωσης εξαρτάται από μία πληθώρα παραγόντων που δεν είναι πάντα εφικτό να προβλεφθούν και να επηρεαστούν. Ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς πέρα από τον κάλο αρχικό σχεδιασμό του επιχειρηματικού σχεδίου έτσι ώστε να υπάρξει η βέλτιστη αξιοποίηση των διαθεσίμων πόρων, είναι το κόστος παραγωγής, η εύρεση αγοράς για τη διάθεση του προϊόντος, η επίτευξη ευνοϊκών εμπορικών συμφωνιών, η ικανότητα της διοίκησης, οι τοπικές ή διεθνείς συγκυρίες κλπ.
Ένα από τα κρισιμότερα στοιχεία της εκμετάλλευσης που παίζει καθοριστικό ρόλο στην βιωσιμότητα της είναι το κόστος παραγωγής. Αυτό διαμορφώνεται σε ποσοστό 65 με 75% από το κόστος διατροφής των ορνίθων.
Το κόστος διατροφής των ορνίθων επηρεάζεται από την δυνατότητα ιδιοπαραγωγής μέρους των α΄ υλών και των απαιτουμένων φυραμάτων, τις διεθνείς τιμές των α’ υλών, την διαπραγματευτική ικανότητα του επιχειρηματία για την επίτευξη καλύτερων τιμών, την ικανότητα άμεσης αναπροσαρμογής των συνθέσεων των φυραμάτων ανάλογα με την αλλαγή των τιμών των α’ υλών κλπ.
Πέρα από το κόστος της διατροφής των ορνίθων το κόστος παράγωγής του αυγού επιβαρύνεται σε ποσοστό 15-17% από το κόστος αγοράς του ζωικού κεφαλαίου (πουλάδες) και κατά 2% περίπου από το κόστος φαρμάκων και εμβολίων.
Τέλος ένα ποσοστό της τάξης του 5% αυτού αποτελεί το εργατικό κόστος και ένα ποσοστό 6% από άλλα λειτουργικά και λοιπά έξοδα.
Σημειώνεται ότι η προαναφερθείσα εκτίμησης κατανομής των επιμέρους κόστων αναφέρεται μόνο στο κόστος παραγωγής των αυγών και σε αυτή δεν έχει υπολογιστεί το κόστος συσκευασίας (υλικά – εργατικά), το κόστος διανομής και διάθεσης του προϊόντος, οι αποσβέσεις ούτε και το κόστος συντήρησης εγκαταστάσεων και εξοπλισμού.
Αναλυτικές πληροφορίες και οδηγίες για την εκτροφή, θα βρείτε στο σχετικό έντυπο της Δ/νσης Συστημάτων Εκτροφής Ζώων του ΥπΑΑΤ, εδώ.