Ποιους στόχους θέτει η αναθεωρημένη οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας;
Η οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (RED), όπως αναθεωρήθηκε στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων προσαρμογής στον στόχο του 55 % και του σχεδίου REPowerEU, αυξάνει τον δεσμευτικό στόχο της ΕΕ για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές με ορίζοντα το 2030 τουλάχιστον στο 42,5 % σε σχέση με τον προηγούμενο στόχο του 32 %, φιλοδοξώντας να φτάσει στο 45 %. Αυτό σημαίνει σχεδόν διπλασιασμό του υφιστάμενου μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ΕΕ.
Ειδικότερα, η ενισχυμένη οδηγία στηρίζει τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε διάφορους τομείς της οικονομίας με μια δέσμη ειδικών στόχων και μέτρων. Η βιομηχανία, η οποία αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομίας που καταναλώνει ενέργεια, καλύπτεται για πρώτη φορά από την οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα νέα μέτρα περιλαμβάνουν ενδεικτική ετήσια αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη βιομηχανία τουλάχιστον κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030, καθώς και έναν νέο δεσμευτικό στόχο 42 % ανανεώσιμου υδρογόνου στη συνολική κατανάλωση υδρογόνου στη βιομηχανία έως το 2030. Όσον αφορά τις μεταφορές, σκοπός είναι είτε να μειωθεί κατά 14,5 % η ένταση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τα καύσιμα κίνησης, είτε να επιτευχθεί ένα συνολικό ποσοστό 29 % ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας σε όλους τους τομείς των μεταφορών. Αυτό συνιστά αύξηση σε σχέση με τον προηγούμενο δεσμευτικό στόχο του 14 %. Έχει τεθεί επίσης ο συνδυασμένος επιμέρους στόχος του 5,5 % προηγμένων βιοκαυσίμων και καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης από ανανεώσιμες πηγές (RFNBO), με ένα ελάχιστο επίπεδο 1 % καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης από ανανεώσιμες πηγές. Επιπροσθέτως έχει τεθεί για πρώτη φορά ο ενδεικτικός στόχος του 1,2 % ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα των καυσίμων θαλάσσιων μεταφορών.
Η αναθεωρημένη οδηγία καθορίζει επίσης την πορεία για τη σταδιακή αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης, τουλάχιστον κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο ετησίως έως το 2025, και τουλάχιστον κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες για την περίοδο 2026-2030. Πρόκειται για δεσμευτικό στόχο για όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, για να συμπληρωθεί η νομοθεσία της ΕΕ για τα κτίρια και να καθοδηγηθούν οι προσπάθειες των κρατών μελών, έχει θεσπιστεί ένα νέο ενδεικτικό εθνικό ποσοστό αναφοράς 49 % ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον κτιριακό τομέα.
Πώς η αναθεωρημένη οδηγία θα επιταχύνει και θα στηρίξει την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας;
Τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επωφελούνται από το τεκμήριο του υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο σημαίνει ότι, όπου είναι αναγκαίο, μπορούν να υποβάλλονται σε απλουστευμένη εκτίμηση για ειδικές παρεκκλίσεις βάσει της σχετικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης. Η αναθεωρημένη οδηγία ενισχύει επίσης τη διασυνοριακή συνεργασία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με τη θέσπιση υποχρεωτικού πλαισίου διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.
Είναι καίριας σημασίας το γεγονός ότι η αναθεωρημένη οδηγία κάνει ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση των κύριων εμποδίων που παρακωλύουν την ταχύτερη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ, ιδίως της συμφόρησης που δημιουργείται κατά την αδειοδότηση. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται με ολοκληρωμένο τρόπο μέσω του χωροταξικού σχεδιασμού, της απλούστευσης και της συντόμευσης των διαδικασιών.
Ειδικότερα, όσον αφορά την αδειοδότηση, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προσδιορίσουν περιοχές με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και, εντός αυτών, τις περιοχές επιτάχυνσης της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (στο εξής: RAA), όπου οι επιπτώσεις της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο περιβάλλον αναμένεται να είναι χαμηλές. Οι εν λόγω ειδικές περιοχές επιτάχυνσης της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επωφελούνται από απλούστερες και συντομότερες διαδικασίες αδειοδότησης, με αντικατάσταση της πλήρους εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από συντομότερη εξέταση για την πλειονότητα των περιπτώσεων. Οι προθεσμίες θα είναι ένα έτος για τις άδειες νέων έργων και έξι μήνες για πρωτοβουλίες ανανέωσης ενεργειακής πηγής. Για τα υπεράκτια έργα, οι προθεσμίες αδειοδότησης θα είναι δύο έτη και ένα έτος, αντίστοιχα. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη οδηγία, η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης θα αφορά όλους τους τομείς. Οι άδειες για νέα έργα στην πλειονότητα των ζωνών πέραν των RAA θα πρέπει επίσης να χορηγούνται εντός δύο ετών, και οι διαδικασίες για έργα ανανέωσης ενεργειακής πηγής θα πρέπει να ολοκληρώνονται εντός ενός έτους, με εξαίρεση τα έργα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, για τα οποία η προθεσμία παρατείνεται κατά ένα έτος.
Πώς αντιμετωπίζει η αναθεωρημένη οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τη βιωσιμότητα της βιοενέργειας;
Η αναθεωρημένη οδηγία ενισχύει το πλαίσιο βιωσιμότητας για τη βιοενέργεια σύμφωνα με τους πιο φιλόδοξους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα. Ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής των κριτηρίων βιωσιμότητας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τα στερεά καύσιμα βιομάζας επεκτείνεται ώστε να καλύπτει τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 MW (σε σύγκριση με 20 MW στην προηγούμενη οδηγία). Όσον αφορά τα καύσιμα βιομάζας, όλες οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις θα υπόκεινται στα κριτήρια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με περιόδους σταδιακής εφαρμογής ανάλογα με το είδος, το μέγεθος και την ηλικία της εγκατάστασης.
Όσον αφορά τη γεωργική βιομάζα, η αναθεώρηση περιλαμβάνει διατάξεις που διασφαλίζουν ότι η δασική βιομάζα δεν προέρχεται από ορισμένες περιοχές ιδιαίτερης σημασίας από άποψη βιοποικιλότητας και αποθέματος άνθρακα. Εισάγονται πρόσθετες περιοχές, οι αποκαλούμενες «απαγορευμένες», για τα παλαιά δάση και τους χερσοτόπους. Η αναθεώρηση αποσαφηνίζει επίσης τις αρχές της βιώσιμης συγκομιδής για την παραγωγή βιοενέργειας. Για παράδειγμα, η συγκομιδή πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τα τοπικά και οικολογικά κατάλληλα όρια συγκράτησης για την εξόρυξη νεκρού ξύλου.
Επιπλέον, η χρήση βιοενέργειας από δασική βιομάζα πρέπει να συνάδει με τις δεσμεύσεις και τους στόχους των κρατών μελών, όπως ορίζονται στον πρόσφατα αναθεωρημένο κανονισμό για τη χρήση γης, την αλλαγή χρήσης γης και τη δασοπονία (LULUCF). Τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμήσουν τη συμβατότητα της οικείας προβλεπόμενης ενεργειακής χρήσης της δασικής βιομάζας με τους εν λόγω στόχους και να συμπεριλάβουν μέτρα και πολιτικές που διασφαλίζουν τη συμβατότητα στα αναθεωρημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα.
Επίσης, η αρχή της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας κατοχυρώνεται στην οδηγία και τίθεται σε εφαρμογή μέσω της απαγόρευσης της άμεσης χρηματοδοτικής στήριξης στην ενεργειακή χρήση των κορμοτεμαχίων ξυλόφυλλων, των κορμοτεμαχίων πριστής ξυλείας, της στρογγυλής ξυλείας βιομηχανικής ποιότητας, των πρέμνων και των ριζών. Η αναθεωρημένη οδηγία καταργεί επίσης σταδιακά τις επιδοτήσεις για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από δασική βιομάζα σε εγκαταστάσεις αποκλειστικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ποιοι είναι οι νέοι στόχοι και τα μέτρα της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση;
Η αναδιατυπωμένη οδηγία για την ενεργειακή απόδοση εισάγει υψηλότερους στόχους και κατοχυρώνει στο δίκαιο της ΕΕ την αρχή της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση. Αυξάνει τον στόχο της ΕΕ όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, καθιστώντας δεσμευτικό για τις χώρες της ΕΕ να εξασφαλίσουν συλλογικά μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά 11,7 % έως το 2030, σε σύγκριση με τις προβλέψεις του σεναρίου αναφοράς του 2020. Ως εκ τούτου, η συνολική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ έως το 2030 δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 992,5 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (ΤΙΠ) για την πρωτογενή ενέργεια και τα 763 εκατομμύρια ΤΙΠ για την τελική ενέργεια. Σε σύγκριση με τους προηγούμενους στόχους (1 128 εκατομμύρια ΤΙΠ για την πρωτογενή ενέργεια και 846 εκατομμύρια ΤΙΠ για την τελική ενέργεια), οι αυξημένοι στόχοι αποσκοπούν στη μείωση της χρήσης ενέργειας στην Ευρώπη το 2030 περίπου κατά το ισοδύναμο της τρέχουσας ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας της Ισπανίας.
Για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να εκπληρώσουν την υποχρέωση ετήσιας εξοικονόμησης ενέργειας με αυξανόμενο ρυθμό, από 0,8 % (επί του παρόντος) σε 1,3 % ετησίως (2024-2025), στη συνέχεια 1,5 % (2026-2027) και 1,9 % από το 2028 και έπειτα. Αυτό αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο νέα ετήσια εξοικονόμηση ενέργειας 1,49 % για την περίοδο 2024-2030.
Οι χώρες της ΕΕ θα συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου της ΕΕ θεσπίζοντας ενδεικτικές εθνικές συνεισφορές με τη χρήση συνδυασμού αντικειμενικών κριτηρίων που αντικατοπτρίζουν τις εθνικές συνθήκες (ενεργειακή ένταση, κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας και σταθερή μείωση της κατανάλωσης ενέργειας). Η αναθεωρημένη οδηγία περιλαμβάνει επίσης μηχανισμό που θα ενεργοποιείται εάν υπάρχει χάσμα μεταξύ των συνδυασμένων εθνικών συνεισφορών των κρατών μελών και του συνολικού στόχου της ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα υπολογίσει, βάσει ειδικών κριτηρίων, νέους στόχους για τα λιγότερο φιλόδοξα κράτη μέλη, προκειμένου να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα.
Η αναδιατυπωμένη οδηγία ενισχύει περαιτέρω τον ηγετικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει ο δημόσιος τομέας στην ενίσχυση των πρακτικών ενεργειακής απόδοσης. Πρώτον, ο δημόσιος τομέας θα υπόκειται σε νέο ετήσιο στόχο μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας κατά 1,9 %. Δεύτερον, η υποχρέωση των κρατών μελών να ανακαινίζουν κάθε χρόνο τουλάχιστον το 3 % του συνολικού εμβαδού δαπέδου των κτιρίων που ανήκουν στη δημόσια διοίκηση επεκτείνεται από την κεντρική κυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, ιδίως στις περιφερειακές και τοπικές αρχές. Τρίτον, το αναθεωρημένο νομοθέτημα διασφαλίζει την παράμετρο της ενεργειακής απόδοσης στις δημόσιες συμβάσεις. Ειδικότερα, οι δημόσιοι φορείς θα πρέπει να λαμβάνουν συστηματικά υπόψη τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αγορά προϊόντων, κτιρίων και υπηρεσιών, προωθώντας έτσι συστηματικές βελτιώσεις. Ο δημόσιος τομέας θα αποτελέσει επίσης την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών. Θα δοθεί προτεραιότητα στις συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης κατά την υλοποίηση έργων ενεργειακής απόδοσης, ιδίως για μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση κτιρίων στον δημόσιο τομέα, όποτε αυτό είναι δυνατόν.
Ο ιδιωτικός τομέας ενθαρρύνεται επίσης να είναι ενεργειακά αποδοτικότερος στο πλαίσιο της αναθεωρημένης οδηγίας. Όσον αφορά τις εταιρείες, η οδηγία εισάγει μια διαφορετική προσέγγιση με βάση την κατανάλωση ενέργειας, η οποία περιλαμβάνει είτε ένα σύστημα ενεργειακής διαχείρισης είτε τη διενέργεια ενεργειακών ελέγχων. Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ θα μπορούν να επωφελούνται από τις εκτιμήσεις των πρακτικών τους όσον αφορά τη χρήση ενέργειας, με τα συστήματα ενεργειακής διαχείρισης να καθίστανται προκαθορισμένη απαίτηση για τους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας που υπερβαίνουν τα 85 tera joule (TJ) ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας. Οι μικρότερες εταιρείες με ετήσια κατανάλωση ενέργειας άνω των 10 TJ θα πρέπει να διενεργήσουν ενεργειακό έλεγχο και να καταρτίσουν σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των διαφόρων συστάσεων. Η αναθεωρημένη οδηγία για την ενεργειακή απόδοση (ΟΕΑ) θεσπίζει επίσης, για πρώτη φορά, ένα σύστημα υποβολής εκθέσεων για την ενεργειακή απόδοση των μεγάλων κέντρων δεδομένων, προωθώντας τη διαφάνεια και τη βελτιστοποίηση του δυναμικού ενεργειακής απόδοσης.
Προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για μια πλήρως απαλλαγμένη από ανθρακούχες εκπομπές παροχή τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης έως το 2050, αναθεωρείται επίσης ο ορισμός της αποδοτικής τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, και οι ελάχιστες απαιτήσεις θα αλλάξουν σταδιακά ώστε να καταστεί δυνατή η σταδιακή ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και της απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης στο σύστημα. Η στήριξη νέων μονάδων συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και συνδέονται με το δίκτυο τηλεθέρμανσης σε αποδοτικά συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης θα είναι δυνατή μόνο έως το 2030, ενώ οποιαδήποτε άλλη χρήση ορυκτών καυσίμων θα απαγορεύεται για νέες δυναμικότητες παραγωγής θερμότητας σε τέτοια συστήματα. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο νομοθέτημα, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει επίσης να προωθήσουν τοπικά σχέδια θέρμανσης και ψύξης σε μεγάλους δήμους με πληθυσμό άνω των 45 000 κατοίκων.
Πώς η αναθεωρημένη οδηγία θα ωφελήσει τους καταναλωτές και θα μετριάσει την ενεργειακή φτώχεια;
Η αναδιατυπωμένη οδηγία δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας, παρέχοντας τον πρώτο νομικό ορισμό της ΕΕ για την ενεργειακή φτώχεια. Ειδικότερα, η οδηγία απαιτεί από τις χώρες της ΕΕ να δώσουν προτεραιότητα στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης για τους ευάλωτους πελάτες, τα άτομα που πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια και τα άτομα που ζουν σε κοινωνικές κατοικίες. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης εξοικονόμησης ενέργειας, κάθε χώρα της ΕΕ είναι υπεύθυνη ώστε ένα μερίδιο εξοικονόμησης ενέργειας να επιτευχθεί από τους ευάλωτους πελάτες και εκείνους που πλήττονται από ενεργειακή φτώχεια. Αυτό θα συμβάλει στην προώθηση βελτιώσεων όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση και, ως εκ τούτου, θα μειώσει τους λογαριασμούς ενέργειας όσων έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Τα κριτήρια για τον καθορισμό των εν λόγω στόχων θα καθοριστούν από κάθε χώρα, παρέχοντας ευελιξία για εξατομικευμένες λύσεις με βάση τις ειδικές συνθήκες ανά χώρα.
Η αναθεωρημένη οδηγία θα ενδυναμώσει επίσης τους καταναλωτές μέσω αυστηρότερων απαιτήσεων από τις χώρες της ΕΕ για ευαισθητοποίηση και παροχή πληροφοριών σχετικά με την ενεργειακή απόδοση. Επιτρέπει τη δημιουργία υπηρεσιών μίας στάσης για τεχνική και οικονομική βοήθεια και προστασία των καταναλωτών μέσω εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών μεταξύ πελατών και προμηθευτών ενέργειας.
Πώς η αναδιατυπωμένη οδηγία θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του επενδυτικού χάσματος στην ενεργειακή απόδοση;
Η αναδιατυπωμένη οδηγία ενισχύει περαιτέρω τις διατάξεις σχετικά με τη χρηματοδότηση της ενεργειακής απόδοσης, ώστε να διευκολυνθεί η κινητοποίηση επενδύσεων, μεταξύ άλλων από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, οι χώρες της ΕΕ θα κληθούν να προωθήσουν καινοτόμα καθεστώτα χρηματοδότησης και πράσινα δανειοδοτικά προϊόντα για την ενεργειακή απόδοση, διασφαλίζοντας την ευρεία και χωρίς διακρίσεις προσφορά τους από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει επίσης να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τον όγκο των επενδύσεων ενεργειακής απόδοσης με σκοπό τη βελτίωση της λογοδοσίας και της διαφάνειας.